- ασυναίρετος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε συναιρέθηκε: Το δεκαέξι είναι ασυναίρετο, το δεκάξι συναιρεμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀσυναίρετος — not contracted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυναίρετος — η, ο (Μ ἀσυναίρετος, ον) αυτός που δεν έχει υποστεί συναίρεση … Dictionary of Greek
ἀσυναιρέτως — ἀσυναίρετος not contracted adverbial ἀσυναίρετος not contracted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναίρετον — ἀσυναίρετος not contracted masc/fem acc sg ἀσυναίρετος not contracted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναιρέτων — ἀσυναίρετος not contracted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναίρετα — ἀσυναίρετος not contracted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναίρετοι — ἀσυναίρετος not contracted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραστος — η, ο (Α ἀκέραστος, ον) νεοελλ. εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος «ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·) 2. γραμμ. ο ασυναίρετος «ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ… … Dictionary of Greek
αμφιθόωκος — ἀμφιθόωκος, ον (Α) [θῶκος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον θώκο, τον θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θόωκος (< θόοκος) ασυναίρετος τύπος τού θᾶκος, θῶκος με έκταση (διέκταση) του φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής] … Dictionary of Greek
ευφρονώ — εὐφρονῶ, έω, μτγν. τ. αντί τού ορθού εὖ φρονῶ (Α) [εύφρων] 1. έχω καλή διάθεση, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος 2. (μτχ. ενεστ.) εὐφρονέων και θηλ. εὐφρονέουσα, επικ. τ. ἐϋφρονέων (ορθτ. εὖ ή ἐΰ φρονέων) αυτός που κάνει κάτι με ευμένεια ή με φρόνηση… … Dictionary of Greek